- πανθεϊστικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πανθεϊσμό ή στον πανθεϊστή.επίρρ...πανθεϊστικώς και -άσύμφωνα με τον πανθεϊσμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πανθεϊσμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ν. Κοτζιά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανθεϊστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πανθεϊσμό: Η πανθεϊστική κοσμοθεωρία αρχίζει με το νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πλωτίνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)